29 Απρ 2008

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ






Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα αγγελάκι καλόκαρδο, γλυκό και χαμογελαστό. Ήταν ξαπλωμένο σε ένα σύννεφο με φόντο τον καταγάλανο ανοιξιάτικο ουρανό.

Απολάμβανε την μουσική από τους ήχους της φύσης. Το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, το κελάδημα των πουλιών, τον ήχο από τα ρυάκια που κυλούν, την μελωδία από τις ευχάριστες, αρμονικές σκέψεις των ανθρώπων. Γιατί οι άγγελοι αν θέλετε να ξέρετε είναι παντού. Είναι γύρω μας. Μας ακούν και μας προστατεύουν.

Κάποια στιγμή, ο μικρός Άγγελος ηριήλ, άκουσε μια διαφορετική μελωδία να φτάνει στα αυτιά του. Αλλιώτικη από τις άλλες. Έμοιαζε σαν κλάμα, ναι κλάμα μικρού παιδιού.

«Πάει το μπαλόνι μου. Έφυγε το μπαλόνι μου, πάει ψηλά στον ουρανό» φώναζε κλαίγοντας.

Ο μικρός ηριήλ, προκειμένου να δει την κατάσταση χαμηλά εκεί, γλίστρησε από το ροζ του συννεφάκι και άρχισε να πέφτει προς την γη.

Ενώ έπεφτε, έβλεπε να περνούν από μπροστά του, τα πουλιά, άλλα ροζ και γαλάζια συννεφάκια, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίζεται μπροστά του ένα στρογγυλό μωβ σφαιρίδιο δεμένο από μια κλωστή να έρχεται κοντά του.

Πάνω στην σφαίρα αυτή ήταν ζωγραφισμένο ένα γαλάζιο δελφίνι. Μια ατλάντια οντότητα ένα πλάσμα υδάτινο μα τόσο επικοινωνιακό, τόσο φιλικό.

Ο άγγελος Ηριήλ πιάνει την κλωστή και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το δελφίνι.

«Δεν έπρεπε να εγκαταλείψεις το παιδί. Το έκανες να κλάψει» του είπε.

Το δελφίνι σιωπηλό και σαστισμένο έχασε λίγο από το χρώμα του. Θα σε γυρίσω πίσω στο παιδάκι να επιστρέψει το χαμόγελό του και ο ήλιος στο βλέμμα του.

Κατεβαίνοντας στην πράσινη ευωδιαστή γη, συνάντησε το μικρό παιδί.

Δεν το πλησίασε ο άγγελος μα ανθρώπινη μορφή.

«Σου έφυγε αυτό το μπαλόνι από το χέρι, έτσι δεν είναι»? Του λέει ένα μικρό παιδάκι καθώς τον πλησίαζε. Δεν είναι ώρα για δάκρυα αλλά για χαρά.

Κοίτα, το δελφίνι. Συμπάθησε την μορφή σου, την αίσθηση της αφής σου. Ορίστε ξαναγύρισε κοντά σου.


-«Πως σε λένε»
; Ρωτάει το παιδί που είχε χάσει το μπαλόνι.

-«Ηρ……, Ηρακλή,» απάντησε διστακτικά.

-«Εσένα»;

-«Μιχαήλ -Άγγελο»,απάντησε το παιδάκι που ήταν τώρα πια πολύ ευτυχισμένο.

«Σε ευχαριστώ πολύ που μου έφερες πίσω το μπαλόνι».

-«Μην ευχαριστείς εμένα αλλά τον εαυτό σου» απάντησε ο Ηρακλής.

«Αν δεν αγαπούσες τόσο το μπαλόνι δεν θα ξαναγυρνούσε σε σένα. Να ξέρεις, ότι ζητήσεις, μπορείς να το έχεις, φτάνει να το θες πραγματικά και αυτό θα σου δοθεί στο πλήρωμα του χρόνου».

Είπε αυτές τις λέξεις και χάθηκε από μπροστά του.

Ο Μιχαήλ –Άγγελος τον έψαχνε τριγύρω, αλλά μάταια. Πήρε λοιπόν τον δρόμο της επιστροφής χαμογελαστός κρατώντας το μπαλονάκι του. Το δελφίνι ξαναβρήκε το γαλάζιο του χρώμα.

Ο άγγελος Ηριήλ ανελήφθη και πάλι στην Πέμπτη διάσταση, στο αγαπημένο του συννεφάκι και παρακολουθούσε από ψηλά την ροή των πραγμάτων.

Και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου
F,που με προτρέπει να μείνω πάντα παιδί γράφοντας παραμύθια

25 Απρ 2008

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΨΥΧΗΣ!!!















Η προβολή σου εδώ στην γη,χαμένη πλέον μοιάζει.



Προς την δική σου την μεριά, απρόσμενα κοιτάζει.


Κοιτάζει της Αναστάσεως το Φως

ίδιο με της ψυχής σου.


Κοιτάζει πως θα μπεί ξανά μέσα στην αγκαλιά σου.


Αχ!Να την ξανατύλιγες με τα άσπρα τα φτερά σου.


Αν θα την αγαπούσες πάλι απ'την αρχή όπως την πρώτη μέρα


δεν θα υπήρχε Σταύρωση,καν ούτε αυτή η μέρα.






Ένα μεγάλο ευχαριστώ που είσαι μακριά μου

για να μπορώ και εγώ, με την σειρά μου να ξανανοίξω τα φτερά μου

για άλλες προσδοκίες,

για πιο ξένοιαστες αγάπες

για όνειρα ανέμελα αλλά σε μέγεθος μεγάλα!!!

για βάσιμες ελπίδες

πιο αληθινά χαμόγελα

περισσότερες θεικές,

αγγελικές δονήσεις.


Μονάχα να'σαι εσύ καλά

και θα προχωρήσω πια μπροστά

και ας λείπει απ'το βιβλίο μας, η τελευταία σελίδα.


Αφιερωμένο στο άλλο μου, θεικό, ανώτερο κομμάτι.



Καλή Ανάσταση σε όλους.

21 Απρ 2008

ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΝΗΚΕΙ....




Δεν μας ανήκει ο ήλιος
ούτε το απόγευμα,
ούτε τα κύματα, ούτε καν η εικόνα του Θεού, γιατί δεν γίνεται να μας ανήκει ο εαυτός μας.


Οι άνθρωποι δωρίζουν λουλούδια, επειδή στα λουλούδια βρίσκεται το πραγματικό νόημα της αγάπης.



Όποιος προσπαθεί να κάνει δικό του ένα λουλούδι, θα δεί την ομορφιά του να μαραίνεται.


Όμως αν κάποιος το κοιτάξει απλώς σε ένα λιβάδι, το λουλούδι θα μείνει μαζί του για πάντα. Γιατί ταιριάζει με τ'απόγευμα, με το ηλιοβασίλεμα, με την μυρωδιά της βρεγμένης γης και με τα σύννεφα στον ορίζοντα.

Μπρίντα
Paulo Coelho

17 Απρ 2008

Ο PAULO COELHO ΕΦ'ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ







Ο ΑΛΧΗΜΙΣΤΗΣ


Ο κάθε άνθρωπος πάνω στη γη έχει ένα θησαυρό που τον περιμένει.

Όταν έχουμε τους μεγάλους θησαυρούς μπροστά μας δεν το παίρνουμε είδηση.

ΤΟ ΠΕΜΠΤΟ ΒΟΥΝΟ

Όταν κάποιος βαδίζει σταθερά στον προορισμότου, πολλές φορές αναγκάζεται να βγαίνει λίγο από την πορεία του.


ΜΠΡΙΝΤΑ

Οτιδήποτε κάνει ο άνθρωπος μπορεί να τον φέρει πιο κοντά στην Υπέρτατη Σοφία, αρκεί να το κάνει με αγάπη στην καρδιά.

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ ΠΡΙΜ

Μόνο οι δειλοί κρύβονται πίσω απ' τη σιωπή.

Όποιος αγαπάει περιμένοντας ανταμοιβή χάνει τον καιρό του.



ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΙΕΔΡΑ ΚΑΘΙΣΑ ΚΙ ΕΚΛΑΨΑ

Είναι ανώφελο να μιλάς γι αγάπη, γιατί η αγάπη έχει τη δική της γλώσσα και μιλάει

από μόνη της.

Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι προσωπική και δεν υπάρχει πρότυπο για να το μεταφέρεις στους άλλους.


Μια απειλή δεν μπορεί να προκαλέσει τίποτα αν δεν γίνει αποδεκτή.Ο δρόμος του προσκυνήματος είναι ο δρόμος των κοινών ανθρώπων.


ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Ο Θεός κρίνει το δέντρο από τους καρπούς, όχι από τις ρίζες.

Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και ο καθένας θα φτάσει στο Θεό μέσα από το δικό του μονοπάτι.


Θάρρος. Ξεκινώντας το ταξίδι με αυτή τη λέξη και συνεχίζοντας με πίστη στο Θεό, θα φτάσει

Ο πολεμιστής του φωτός επιμένει στη θέληση του, αλλά ξέρει να περιμένει την καλύτερη στιγμή.




11 ΛΕΠΤΑ

Η ζωή πάντα περιμένει τις κρίσιμες καταστάσεις για να δείξει τη λαμπερή της πλευρά.


Η αγάπη δε θέτει πολλά ερωτήματα, γιατί αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, αρχίζουμε και να φοβόμαστε.


ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΙΕΔΡΑ ΚΑΘΙΣΑ ΚΙ ΕΚΛΑΨΑ

Ίσως είναι ο φόβος να σε περιφρονήσουν, να μη γίνεις αποδεκτός, ο φόβος μήπως σπάσει η μαγεία.

Μπορεί να φαίνεται γελοίο, αλλά έτσι είναι. Γι αυτό δεν κάνουμε ερωτήσεις αλλά ενεργούμε.




ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΜΑΓΟΥ

Το να διδάσκεις είναι να δείχνεις αυτό που είναι δυνατό.



Το να μαθαίνεις είναι να το κάνεις δυνατό για τον εαυτό σου.



Είμαστε υπεύθυνοι για το σύμπαν επειδή είμαστε το σύμπαν.



Το δεύτερο σύμπτωμα του θανάτου μας είναι οι βεβαιότητές μας. Δεν πρέπει να ξεχνάς πως και η επίθεση και η φυγή αποτελούν μέρος της μάχης. Αυτό που δε βοηθάει είναι το να στέκεις παραλυμένος από το φόβο.

Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι προσωπική και δεν υπάρχει πρότυπο για να το μεταφέρεις στους άλλους.

Μια απειλή δεν μπορεί να προκαλέσει τίποτα αν δεν γίνει αποδεκτή.Ο δρόμος του προσκυνήματος είναι ο δρόμος των κοινών ανθρώπων



ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΙΕΔΡΑ ΚΑΘΙΣΑ ΚΑΙ ΕΚΛΑΨΑ.



Καμιά μέρα δεν είναι όμοια με την άλλη. Κάθε πρωί έχει το ξεχωριστό του θαύμα, τη μαγική στιγμή του, όπου οι γέρικοι κόσμοι καταρρέουν και ξεπροβάλλουν καινούριοι αστερισμοί!



Η ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ


Να είσαι σαν την πηγή που ξεχειλίζει και όχι σαν τη γούρνα που έχει πάντα το ίδιο νερό.



14 Απρ 2008

ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ....



Ποια είναι η σχέση μας με τον θάνατο, τι γίνεται όταν περάσει κανείς απέναντι, ξαναβλέπει η ψυχή αγαπημένα της πρόσωπα; Ο σεναριογράφος μάλλον επηρεασμένος από ανατολικές δοξασίες, Όλα είναι μέσα μας, όλα είναι στο νου μας, εμείς δημιουργούμε τον παράδεισό μας και εμείς την κόλαση. Όταν η ψυχή είναι δυνατή, έχει δηλαδή αρκετή Βούληση και μπορεί να ελέγξει νου και συναίσθημα τότε η δύναμη αυτή την λυτρώνει. Όταν όμως η ψυχή κυβερνάται από τα συναισθήματα, τα οποία επηρεάζουν τον νου και δημιουργούν φαύλες ιδέες ,τότε αυτή η αδυναμία θα την κάνει έρμαιο και θα την φυλακίσει στα πιο σκοτεινά Tάρταρα.

Δύο άνθρωποι, δύο ψυχές, η κάθε μια με την δική της δύναμη επηρεάζονται από τα ίδια θλιβερά γεγονότα, κι όμως αντιδρούν διαφορετικά. Να λοιπόν ο λόγος που η πραγματική ελευθερία που αναζητά ο άνθρωπος είναι τόσο δύσκολο να βρεθεί. Επειδή οι άνθρωποι συνήθως έχουν στραμμένα τα μάτια της ψυχής τους στο γύρω περιβάλλον, σε όλα αυτά που οι ανατολικές φιλοσοφίες ονομάζουν "Μάγια" "ψευδαίσθηση" "πλάνη". Ενώ η πραγματική ελευθερία βρίσκεται κρυμμένη, στο πιο βαθύ σημείο του εαυτού μας.


«Θάνατος-ύπνος-Ύπνος!
ίσως όνειρα!-Ε, εδώ είναι ο κόμπος: τι σ αυτόν τον ύπνο του θανάτου τι όνειρα θα έρθουν...»

Άμλετ, Πράξη ΙΙΙ, Σκηνή 1η

9 Απρ 2008

ΣΑΝ ΤΟ ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ




Σαν το ουράνιο τόξο
αισθάνομαι σαν βρίσκομαι κοντά σου.


Όταν με νανουρίζεις μέσα στην αγκαλιά σου.


Όλα τα χρώματα μαζί όταν θα σ'αντικρύσω.



Το ροζ της Τριανταφυλλιάς όταν θα σε φιλήσω.


Το μαύρο πέπλο της νυχτιάς, όταν με εγκαταλείπεις.


Γκρίζο σαν σύννεφο σταχτί, αν θα με λησμονήσεις.


Το κίτρινο του λεμονιού, αν τύχει και ζηλέψεις.

Το χιόνι της αγνότητας όταν θα με λατρέψεις.

Το κόκκινο του πόθου μας, όταν θα με πλανέψεις.




Αφιερωμένο σε μια ψυχή που ξέρει πώς να με φροντίζει....


6 Απρ 2008

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ



Μιας που τον τελευταίο καιρό η ζωή μου, μοιάζει σαν παραμύθι αποφάσισα να σας διηγηθώ και εγώ κάτι, που πιστεύω ότι θα σας αγγίξει, όσο τίποτ'άλλο,αφού στα περισσότερα καταθέτουμε την ίδια την ψυχή μας.

"Υπάρχει ένας μύθος, που λέει ο Απουλήιος, για την κόρη ενός βασιλιά, την Ψυχή, τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη κι αυτήν την Αφροδίτη.
Βλέποντας τα ιερά της να ερημώνονται, η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Πράγματι, ο Έρωτας πήγε στην κάμαρα της κόρης· εκτός από τα θανάσιμα βέλη του, είχε μαζί του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς.

Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με την άκρη του βέλους του· εκείνη ξύπνησε· δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Έχοντας πέσει θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.




Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών· και ο Απόλλωνας, δασκαλεμένος από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του:
«η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού· ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».

Ο χρησμός προκάλεσε θλίψη, όμως ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Ο γάμος ετοιμάστηκε μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, όλος ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Κι ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας την εκπλήρωση του χρησμού, ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την έφερε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη κι όταν ξύπνησε, περπάτησε τριγύρω και είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι, που φαινόταν πως δεν το είχαν φτιάξει χέρια θνητού.
Γοητευμένη, μπήκε στις εξαίσιες αίθουσες κι άκουσε μια φωνή να της λέει πως ό,τι έβλεπε ήταν δικό της και πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.
Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού· η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει, όμως, καθώς έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά, όλοι της οι φόβοι εξαφανίστηκαν·
ήξερε πως ο άντρας της δεν μπορεί να ήταν ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν.



Δεν πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την οικογένειά της. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές και να τους δείξει πόσο ευτυχισμένα ζούσε. Εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις συμφορές που θα ακολουθούσαν.
Όμως δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί για πολύ στα δάκρυα και στις ικεσίες της και τελικά υπέκυψε, αφού προηγουμένως την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, την άλλη μέρα, ο Ζέφυρος μετέφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η αρχική τους χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια· κι όταν την κατάφεραν να τους πει ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της υπενθύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας που μοιραζόταν τις νύχτες το κρεβάτι της δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει:
«Καλύτερα, λοιπόν, να τον σκοτώσεις πρώτη εσύ· πάρε αυτό το μαχαίρι, και όταν αποκοιμηθεί, κάρφωσέ το στην καρδιά του».


Έφυγαν, αφήνοντάς την να παλεύει με τους αναγεννημένους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, τον περίμενε ν’ αποκοιμηθεί κι ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, αν η μορφή του ήταν τερατώδης. Αλλά, αντί για το αποκρουστικό τέρας, είδε τον ομορφότερο από τους θεούς· το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και καθώς έγειρε για να τον δει καλύτερα, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά έπεσε στο χώμα – εκεί πεσμένη τον άκουσε να της λέει
«Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Πήγαινε στις αδελφές σου, αφού προτίμησες τις συμβουλές τους από μένα. Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.


Κανένας θρήνος, κανένας λόγος μετάνοιας, καμιά ικεσία δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν σαν μην είχαν ποτέ υπάρξει και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν ερημωμένο τόπο.

Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά όχι έτσι, όχι με μια ζωή χωρίς τον Έρωτα. Αποφάσισε να γυρίσει όλον τον κόσμο, αναζητώντας τον.
Περπατούσε μέρες και νύχτες, χωρίς τροφή και νερό, τα ρούχα της κουρελιάστηκαν, το σώμα της γέμισε πληγές· αλλά δεν την ένοιαζε – ήθελε μόνο να τον βρει, να του ζητήσει να τη συγχωρέσει, κι αν εκείνος δεν μπορούσε, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, που συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη, να υποταχτεί στο θέλημά της και να της ζητήσει συγχώρεση.
Γεμάτη αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να εξευμενίσει την τρομερή θεά, η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή.


Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά η όψη της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Της μίλησε με περιφρόνηση και της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα, θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Ύστερα την οδήγησε στον αποθήκη, της έδειξε ένα τεράστιο σωρό από μικρούς σπόρους και τη διέταξε να τους έχει ξεχωρίσει μέχρι το βράδι. Όταν έμεινε μόνη, η Ψυχή άρχισε να θρηνεί με τέτοια απόγνωση, ώστε τα μυρμήγκια τη λυπήθηκαν και μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες γύρω από τους σπόρους· πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.



Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα και διέταξε να της φέρει λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στον ποταμό, άκουσε τα καλάμια να της ψιθυρίζουν πως, αν περίμενε να έρθουν τα πρόβατα να πιουν νερό, θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.
Αλλά το χρυσό μαλλί δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Έδωσε, λοιπόν, στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διέταξε να πάει στον Άδη, να παρουσιαστεί στην Περσεφόνη και να της πει:
«Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».


Σίγουρη πια για τη μοίρα της, η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα, πώς θα αποφύγει τους κινδύνους και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο· και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.
Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή ολοκλήρωσε κι αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, καθώς επέστρεφε, ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί, με σκοπό να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς, ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά τον αγαπημένο της Έρωτα.
Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα· όμως, σχεδόν αμέσως έπεσε στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο – επειδή, η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.

Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν σχεδόν φυλακισμένος στο παλάτι της μητέρας του, μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του· βρίσκοντας ένα παράθυρο που είχε ξεχαστεί μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να παρατείνει άλλο την τιμωρία της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους:
«Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε· «ωστόσο, κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα».
Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη, ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Σε λίγο, ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών, και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη· ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».




Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες, η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας".










(ΈΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ-ΙΟΥΛΙΑ ΠΙΤΣΟΥΛΗ)