Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα αγγελάκι καλόκαρδο, γλυκό και χαμογελαστό. Ήταν ξαπλωμένο σε ένα σύννεφο με φόντο τον καταγάλανο ανοιξιάτικο ουρανό.
Απολάμβανε την μουσική από τους ήχους της φύσης. Το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα, το κελάδημα των πουλιών, τον ήχο από τα ρυάκια που κυλούν, την μελωδία από τις ευχάριστες, αρμονικές σκέψεις των ανθρώπων. Γιατί οι άγγελοι αν θέλετε να ξέρετε είναι παντού. Είναι γύρω μας. Μας ακούν και μας προστατεύουν.
Κάποια στιγμή, ο μικρός Άγγελος ηριήλ, άκουσε μια διαφορετική μελωδία να φτάνει στα αυτιά του. Αλλιώτικη από τις άλλες. Έμοιαζε σαν κλάμα, ναι κλάμα μικρού παιδιού.
«Πάει το μπαλόνι μου. Έφυγε το μπαλόνι μου, πάει ψηλά στον ουρανό» φώναζε κλαίγοντας.
Ο μικρός ηριήλ, προκειμένου να δει την κατάσταση χαμηλά εκεί, γλίστρησε από το ροζ του συννεφάκι και άρχισε να πέφτει προς την γη.
Ενώ έπεφτε, έβλεπε να περνούν από μπροστά του, τα πουλιά, άλλα ροζ και γαλάζια συννεφάκια, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίζεται μπροστά του ένα στρογγυλό μωβ σφαιρίδιο δεμένο από μια κλωστή να έρχεται κοντά του.
Πάνω στην σφαίρα αυτή ήταν ζωγραφισμένο ένα γαλάζιο δελφίνι. Μια ατλάντια οντότητα ένα πλάσμα υδάτινο μα τόσο επικοινωνιακό, τόσο φιλικό.
Ο άγγελος Ηριήλ πιάνει την κλωστή και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με το δελφίνι.
«Δεν έπρεπε να εγκαταλείψεις το παιδί. Το έκανες να κλάψει» του είπε.
Το δελφίνι σιωπηλό και σαστισμένο έχασε λίγο από το χρώμα του. Θα σε γυρίσω πίσω στο παιδάκι να επιστρέψει το χαμόγελό του και ο ήλιος στο βλέμμα του.
Κατεβαίνοντας στην πράσινη ευωδιαστή γη, συνάντησε το μικρό παιδί.
Δεν το πλησίασε ο άγγελος μα ανθρώπινη μορφή.
«Σου έφυγε αυτό το μπαλόνι από το χέρι, έτσι δεν είναι»? Του λέει ένα μικρό παιδάκι καθώς τον πλησίαζε. Δεν είναι ώρα για δάκρυα αλλά για χαρά.
Κοίτα, το δελφίνι. Συμπάθησε την μορφή σου, την αίσθηση της αφής σου. Ορίστε ξαναγύρισε κοντά σου.
-«Ηρ……, Ηρακλή,» απάντησε διστακτικά.
-«Εσένα»;
-«Μιχαήλ -Άγγελο»,απάντησε το παιδάκι που ήταν τώρα πια πολύ ευτυχισμένο.
«Σε ευχαριστώ πολύ που μου έφερες πίσω το μπαλόνι».
-«Μην ευχαριστείς εμένα αλλά τον εαυτό σου» απάντησε ο Ηρακλής.
«Αν δεν αγαπούσες τόσο το μπαλόνι δεν θα ξαναγυρνούσε σε σένα. Να ξέρεις, ότι ζητήσεις, μπορείς να το έχεις, φτάνει να το θες πραγματικά και αυτό θα σου δοθεί στο πλήρωμα του χρόνου».
Είπε αυτές τις λέξεις και χάθηκε από μπροστά του.
Ο Μιχαήλ –Άγγελος τον έψαχνε τριγύρω, αλλά μάταια. Πήρε λοιπόν τον δρόμο της επιστροφής χαμογελαστός κρατώντας το μπαλονάκι του. Το δελφίνι ξαναβρήκε το γαλάζιο του χρώμα.
Ο άγγελος Ηριήλ ανελήφθη και πάλι στην Πέμπτη διάσταση, στο αγαπημένο του συννεφάκι και παρακολουθούσε από ψηλά την ροή των πραγμάτων.
Αφιερωμένο στον δάσκαλό μου F,που με προτρέπει να μείνω πάντα παιδί γράφοντας παραμύθια